taxable$81842$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

taxable$81842$ - translation to ελληνικό

Taxable wage

taxable      
adj. φορολογήσιμος
taxable income         
BASE UPON WHICH AN INCOME TAX SYSTEM IMPOSES TAX
Internal Revenue Code section 63; Internal Revenue Code 63; Taxible income; Taxable profit; Personal Exemption (federal income tax); Personal tax exemption; Tax profit
φορολογήτεο εισόδημα

Ορισμός

Laffer curve
['laf?]
¦ noun Economics a supposed relationship between economic activity and the rate of taxation which suggests that there is an optimum tax rate which maximizes revenue.
Origin
1970s: named after the American economist Arthur Laffer.

Βικιπαίδεια

Taxable wages

Taxable wages, in payroll, is the sum of all earnings by an employee that are eligible for a particular type of tax. Each tax is different and has different regulations about limits to the amount of wages that can be considered taxable with respect to that tax.

In the United States, contributing to a 401(k) account will cause one's taxable wages to be lower than gross wages. Some taxes, such as Social Security, have other exemptions.