theocratical$551261$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

theocratical$551261$ - translation to ελληνικό

FORM OF GOVERNMENT WITH RELIGIOUS LEADERS
Theocratic; Religous dictatorship; Hierocracy; Theocrat; Ecclesiastical state; Neo-theocracy; Theopolitical; Theopolitics; Theo-political; Theocracies; Patmanabha Dasa; Theocrats; Theocratical; Islamic theocracy; Theocratic state; Thearch; Theocratism; State theism; Theist state; Theism of state; Buddhocracy; Christian theocracies; Christian theocracy
  • Jupiter]], holding scepter and orb (first half of 1st century AD).<ref>The imperial cult in Roman Britain-Google docs</ref>

theocratical      
θεοκρατικός

Ορισμός

theocracy
[??'?kr?si]
¦ noun (plural theocracies) a system of government in which priests rule in the name of God or a god.
?(the Theocracy) the commonwealth of Israel from the time of Moses until Saul became King.
Derivatives
theocrat noun
theocratic adjective
theocratically adverb
Origin
C17: from Gk theokratia (see theo-, -cracy).

Βικιπαίδεια

Theocracy

Theocracy is a form of government in which one or more deities are recognized as supreme ruling authorities, giving divine guidance to human intermediaries who manage the government's daily affairs.