theological$82785$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

theological$82785$ - translation to ελληνικό

IN ROMAN CATHOLIC THEOLOGY, A DOCTRINAL JUDGMENT BY WHICH THE CHURCH STIGMATIZES CERTAIN TEACHINGS DETRIMENTAL TO FAITH OR MORALS
Theological Censures; Censures, Theological; Theological censures

theological      
adj. θεολογικός

Ορισμός

theological virtues
¦ plural noun the three virtues of faith, hope, and charity. Often contrasted with natural virtues.

Βικιπαίδεια

Theological censure

In Roman Catholic theology, a theological censure is a doctrinal judgment (censure) by which the Catholic Church or Catholic theologians stigmatize(s) certain teachings or opinions as detrimental to faith or morals or both.

Theological censures have been described as the "negative corollaries" of theological notes; while theological notes qualify positively beliefs and doctrines, said beliefs and doctrines are qualified negatively by theological censures. The theological censures' "enumeration, division and evaluation" vary between authors.

Theological censures are only directed at teachings or opinions; this distinguishes them from canonical censures which are spiritual punishments imposed on people.