upper$88788$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

upper$88788$ - translation to ελληνικό

KAZAKH ICE HOCKEY PLAYER
Dimitri Upper; Dimitry Upper; Dmitriy Upper; Dmitry Upper

upper      
n. όποιος είναι επάνω
upper bound         
  • A set with upper bounds and its least upper bound
EVERY ELEMENT OF A PARTIALLY ORDERED SET A WHICH IS GREATER (RESP. LOWER) THAN EVERY ELEMENT OF A SUBSET B INCLUDED IN A
Lower bound; Upper bounds; Upper Bound; Upper bound; Upper Bound and Lower Bound; Upper and lower bound; Upper & lower bounds; Tight upper bound; Tight lower bound; Lower and upper bounds; Majorant; Majorized set; Minorant; Minorized; Minorized set; Sharp bound
άνω όριο
upper ten         
  • A reprint of the paragraph in which [[Nathaniel Parker Willis]] coined the term, 1845
PHRASE BY POET NATHANIEL PARKER WILLIS TO DESCRIBE THE UPPER CIRCLES OF NEW YORK SOCIETY
Upper Ten Thousand; Uppertens; Upper-Ten; Upper ten; The Upper Ten; The Upper Ten Thousand
υψηλή κοινωνία

Ορισμός

upper school
¦ noun
1. (in the UK) a secondary school for children aged from about fourteen upwards.
2. the section of a school comprising or catering for the older pupils.

Βικιπαίδεια

Dmitri Upper

Dmitri Sergeyevich Upper (Russian: Дмитрий Серге́евич Уппер; born July 27, 1978) is a Kazakhstani former professional ice hockey center. He also holds Russian citizenship.