volt$90791$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

volt$90791$ - translation to ελληνικό

SI UNIT OF APPARENT POWER IN AN ELECTRICAL CIRCUIT
Volt-ampere reactive; Volt-amp; Volt ampere; VAr; Volt amps; Volt Ampere; MVAr; Volt-amps; Voltamps; Volt amp; Kvarh; Volt Amp; Volt-Amp; Kilovolt-ampere; Megavolt ampere; Kilovar; Volt-amperes reactive; Volt-amperes; Volt-Amp Reactance; Voltampere; Megavolt-ampere

volt      
n. ηλεκτρική μονάς, βόλτ, μονάδα ηλεκτρικής τάσης

Ορισμός

Volt ampere
·add. ·- A unit of electric measurement equal to the product of a volt and an ampere. For direct current it is a measure of power and is the ·same·as a watt; for alternating current it is a measure of apparent power.

Βικιπαίδεια

Volt-ampere

A volt-ampere (SI symbol: V⋅A or V A, simplified as VA) is the unit for the apparent power in an electrical circuit. The apparent power equals the product of root mean square voltage (in volts) and root mean square current (in amperes). Volt-amperes are usually used for analyzing alternating current (AC) circuits. In direct current (DC) circuits, this product is equal to the real power, in watts. The volt-ampere is dimensionally equivalent to the watt: in SI units, 1 V⋅A = 1 W). VA rating is most used for generators and transformers (and other power handling equipment) where loads may be reactive (inductive or capacitive).