well known - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

well known - translation to ελληνικό


well known         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Well-known; Well known (disambiguation)
ονομαστός, γνωστότατος, πασίγνωστος
well being         
  • Eudaimonic well-being in 166 nations based on Gallup World Poll data
  • date=2012-06-26 }}, Robin Loyd, [[Fox News]], May 30, 2006.</ref>
GENERAL TERM FOR CONDITION OF INDIVIDUAL OR GROUP
Wellbeing; Well being; Emotional well-being; Personal well-being; Welbeing; Social well-being; Prudential value
ευεξία, ευημερία
γνωστότατος      
well known

Βικιπαίδεια

Well known
Well known or Well-known is a phrase used in several technical contexts:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για well known
1. But my tribe is well–known all over Iraq, and we have a well–known history in the Arab world.
2. For the most part, he wasn‘t that well–known; nowhere near as well–known as he was in Europe.
3. Well–known figure Mr Abu Zuhri is a well known figure because of his frequent appearances in the Arabic media.
4. And this is a case involving two well–known journalists and an even more well–known magazine.
5. "It wasn‘t important to me whether I bought a well–known newspaper, a sport club or some other well–known brand," he said.