Pentachlorophenol - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Pentachlorophenol - translation to γερμανικά

CHEMICAL COMPOUND
Penchlorol; Dowicide 7; Dowicide-7; Permasan; Fungifen; Grundier arbezol; Lauxtol; Liroprem; Chlon; Dura Treet II; Santophen 20; Woodtreat; Penta Ready; Penta WR; Forpen-50; Ontrack WE Herbicide; Ortho Triox; Osmose WPC; Watershed WP; Weed and Brush KillerH; Pentachlorol; Chlorophen; Penwar; Sinituho; C6HCl5O; Sodium pentachlorophenate; Sodium pentachlorophenoxide; 2,3,4,5,6-Pentachlorophenol

Pentachlorophenol      
n. pentachlorophenol, substance used to kill fungi and as a disinfectant (Chemistry)
pentachlorophenol      
n. Pentachlorophenol (Chemie- ein Stoff gegen Pilze und zur Desinfektion)

Ορισμός

pentachlorophenol
[?p?nt??kl?:r??'fi:n?l]
¦ noun Chemistry a crystalline synthetic compound used in insecticides, fungicides, wood preservatives, etc.

Βικιπαίδεια

Pentachlorophenol

Pentachlorophenol (PCP) is an organochlorine compound used as a pesticide and a disinfectant. First produced in the 1930s, it is marketed under many trade names. It can be found as pure PCP, or as the sodium salt of PCP, the latter of which dissolves easily in water. It can be biodegraded by some bacteria, including Sphingobium chlorophenolicum.