Unerbittlichkeit - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Unerbittlichkeit - translation to Αγγλικά


Unerbittlichkeit      
n. inexorableness, inflexibility, unyieldingness; pitilessness; quality of being impossible to pacify
implacability      
n. Unerbittlichkeit, Unversöhnlichkeit
immitigable      
adj. Unerbittlichkeit, Unnachgiebigkeit
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Unerbittlichkeit
1. Unerbittlichkeit und Menschenverachtung Gedenken am 46.
2. Die Vereinigten Staaten stemmen sich verzweifelt gegen die Unerbittlichkeit des Scheiterns und gegen Abzugsforderungen aus dem Irak.
3. Jahrestag des Mauerbaus, das nun gefundene Dokument zeige abermals die Unerbittlichkeit, Willkürlichkeit und Menschenverachtung des DDR–Regimes.
4. Was "Pastewka" fehlt ist die Unerbittlichkeit gegenüber der eigenen Person; die Bereitschaft, dorthin zu gehen, wo es wirklich wehtut und zugleich schmerzhaft witzig wird.
5. Aber wenn Reichtum zunimmt, so nimmt Stolz, Leidenschaft und Weltliebe in all ihren Formen zu." "Puritaner von strenger Unerbittlichkeit" Die "Protestantische Ethik" stieß auf Zustimmung wie auf Kritik.