Unwilligkeit - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Unwilligkeit - translation to Αγγλικά


Unwilligkeit      
n. unwillingness, lack of desire
being lazy      
faul sein, träge sein (Faulheit, Trägheit, Unlust, Unwilligkeit, Unwillen, Faulenzerei)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Unwilligkeit
1. Zugleich wird es als problematisch angesehen, dass wegen Vakanzen, Unfähigkeit oder Unwilligkeit bei örtlichen afghanischen Verantwortlichen in Kundus nichts gegen die gegnerischen Kämpfer unternommen wird, über die offenbar recht gute Informationen vorliegen.
2. Sie forderte Israel auf, die gestoppten Transfers von Zolleinnahmen an die Palästinenser wieder aufzunehmen: «Das ist das Geld der Palästinenser.» Die Hamas müsse einsehen, «dass die Unwilligkeit, sich von der Gewalt loszusagen, auch einen gewissen Preis hat». Unterdessen hat Palästinenserpräsident Mahmud Abbas die neue israelische Regierung zur Aufnahme von Friedensverhandlungen aufgerufen.