Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
kommt nicht weg vom Fleck - translation to Αγγλικά
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
WEG.; Weg; Weg (disambiguation); WEG (disambiguation)
kommtnichtwegvomFleck
stuck, fixed in place, glued
con amore
WIKIMEDIA GLOSSARY LIST ARTICLE
Music Terminology; Music terminology; Appassionato (music); Musical terms; Musical term; List of musical terms; Sul ponticello; Sul tasto; Mezza Voce; Glossary of music performance directions; Con moto; Adagietto; Affrettando; Dolcissimo; Calando; Spiritoso; Am Steg; A Piacere; A tempo; Attacca; Brillante; Espressivo; Giusto; Grazioso; Rinforzando; Scherzando; Smorzando; Affettuoso; Agitato; Uptempo; Leggiero; Molto; Musical terminology; Glossary of music terms; Up-tempo; Stringendo; Cambiare; Energico; Estinto; Allargando; Music terms; Gioioso; List of musical terminology; Giocoso; Bruscamente; Leggiaramente; Doppio movimento; Con dolcezza; Largamente; Colla parte; Mezza voce; Run (music); Music glossary; Deest (music); Perdendosi; Loco (music); Col (music); Con (music); Ponticello; With the part; Sempre; Angstlich; Ängstlich; A battuta; Come sopra; Espressione; Incalzando; Innig; Issimo; Lo stresso tempo; Mano destra; Mano sinistra; Marziale; Mässig; Medesimo tempo; Naturale; Piacevole; Pietoso; Piuttosto; Pomposo; Ritmo di battute; Saltando; Schleppen; Schleppend; Nicht shleppen; Nicht schleppen; Shleppen; Shleppend; Nicht Schleppen; Nicht Schleppend; Nicht schleppend; Nicht shleppend; Nicht Shleppend; Nicht Shleppen; Slentando; Sonore; Sortita; Spianato; Strascinando; Strascicante; Strascicanto; Strepitoso; Subito; Zahlzeit; Tempo primo; Etwas; Same time; Glossary of music; Dolce (music); Same tempo; Massig; Glossary of musical terms; Secco (music); In alt; Music abbreviations; Battement (music); Main droite; In Alt; Ridicolosamente; Tendrement Tendre; Teneramente; Lusingando; Lusinghiero; Maessig; Mancando; Nobilmente; Noblement; Espr.; Espress.; Scherzoso; List of music terms; In altissimo; Lo stesso tempo; Con affetto; Con agitazione; Con amabilità; Con amore; Con anima; Con slancio; Glossary of musical terminology; Gratieusement; Gracieusement; Getragen; Eilend; Volti subito
JEWISH-GERMAN CATHOLIC NUN, THEOLOGIAN AND PHILOSOPHER (1891–1942)
Teresa Benedicta of the Cross; Saint Teresa Benedicta of the Cross; Saint Teresa Benedicta; St. Teresa Benedicta of the Cross; Teresia Benedicta of the Cross; St. Edith Stein; Saint Edith Stein; Teresa Benedicta; Theresa-Benedicta of the Cross; Theresia Benedicta vom Kreuz; Edit Stein
Edith Stein (Name), katholische Nonne die als Jüdin geboren wurde und später zu Christentum konvertierte (wurde in Auschwitz ermordet, später durch den Papst heiliggessprochen mit dem Namen Theresa Bededicta)
Ορισμός
fleck
¦ noun
1. a very small patch of colour or light.
2. a speck.
¦ verb mark or dot with flecks.
Origin
ME: perh. from ON flekkr (n.), flekka (v.), or from Mid. Low Ger., MDu. vlecke.