konkurrierend - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

konkurrierend - translation to Αγγλικά


konkurrierend      
competitive, involving competition; tending to compete, desiring competition
competitiveness      
n. Konkurrenzfähigkeit, Konkurrieren
compete with someone for      
konkurrieren mit jemanden um
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για konkurrierend
1. Die eigenen Leute, die WASG, waren konkurrierend zur Wahl angetreten.
2. Februar 2006 In Berlin wird die WASG konkurrierend zur Linkspartei/PDS im September zur Wahl antreten.
3. In Sachsen–Anhalt, Berlin und Mecklenburg–Vorpommern, wo in diesem Jahr gewählt wird, drohen WASG–Verbände, konkurrierend zur PDS anzutreten.
4. Falls einzelne Landesverbände von WASG und PDS konkurrierend zu Wahlen antreten, könnte das den Fraktionsstatus im Bundestag gefährden.
5. Lafontaine hatte angekündigt, er werde für die Linkspartei Wahlkampf machen, falls die WASG konkurrierend zu ihr antreten sollte.