kurze Hosen - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

kurze Hosen - translation to Αγγλικά

LEATHER TROUSERS, WITH SHORT OR LONG LEGS, FROM BAVARIA
Leiderhosen; Liederhosen; Laderhosen; Ladder hosen; Ledder hosen

kurze Hosen      
short pants, shorts, pants that end above the knee, small clothes
small clothes      
kurze Hosen; Unterhosen
shorts      
n. kurze Hosen; Unterhosen

Ορισμός

Galligaskins
·noun ·pl Loose hose or breeches; leather leg quards. The word is used loosely and often in a jocose sense.

Βικιπαίδεια

Lederhosen

Lederhosen (; German pronunciation: [ˈleːdɐˌhoːzn̩], lit.'leather breeches'; singular in German usage: Lederhose) are short or knee-length leather breeches that are worn as traditional garments in some regions of German-speaking countries. The longer ones are generally called Bundhosen or Kniebundhosen. Once common workwear across Central Europe, these clothes—or Tracht—are particularly associated with Bavaria and the Tyrol region.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για kurze Hosen
1. Also: Darf man eigentlich im Sommer draußen kurze Hosen tragen?
2. Knappe Oberteile, kurze Hosen – da graust es die Turbanträger.
3. Männer auf dem Subkontinent, die kurze Hosen tragen, sind meist Angehörige niedriger Kasten.
4. So fehlten Sonnenbrillen, kurze Hosen und taugliche Stiefel, berichteten Betroffene dem Minister.
5. Dabei gibt es noch größere Fauxpas als kurze Hosen und tiefe Dekolletés.