invasive - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

invasive - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Invasive (disambiguation)

INVASIVE         

الصفة

عُدْوانِيّ ; هُجُومِيّ

invasive         
بَاضِع (للطرق التشخيصية)
invasive         
‎ بَاضِع للطرق التشخيصية,جَائِرٌ للعمليات الجراحية والعلاجية,مُغير ; غَزْوِيّ للعوامل العدوائية والورمية‎

Ορισμός

invasive
¦ adjective tending to invade or intrude.
?tending to spread very quickly and harmfully.
?(of medical procedures) involving the introduction of instruments or other objects into the body or body cavities.
Derivatives
invasively adverb
Origin
ME: from obs. Fr. invasif, -ive or med. L. invasivus, from L. invadere (see invade).

Βικιπαίδεια

Invasive

Invasive may refer to:

  • Invasive (medical) procedure
  • Invasive species
  • Invasive observation, especially in reference to surveillance
  • Invasively progressive spread of disease from one organ in the body to another, especially in reference to cancer, see invasion (cancer)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για invasive
1. "And invasive species clearly don‘t stop at the refuges‘ borders.
2. This helps in removing brain tumors through minimally invasive surgery.
3. "Invasive ductal carcinoma", "three breast cancers", "bilateral mastectomy" do appear.
4. Randall, who directs the Nature Conservancy‘s invasive–species initiative.
5. But Rahul still continued to be on non–invasive ventilator.