quits$66266$ - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quits$66266$ - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Quitter; Quit (disambiguation); Quit (song); Quits

quits      
adj. خالص من الدين, برئ الذمة, متخلص
QUIT         

الفعل

أَمْسَكَ عَن ; اِفْرَنْقَعَ عَنْ ; اِنْتَهَى عن ; اِنْثَنَى ; اِنْصَرَفَ عَنْ ; اِنْقَطَعَ ; اِنْقَطَعَ عن ; اِنْكَفَّ ; بانَ عَنْ ; بَعِدَ عَنْ : تَجَنَّبَ ; تَحَاشَى ; تَحَوَّلَ عَنْ ; تَرَكَ ; تَقَاعَدَ عَنْ ; تَنَاهَى عَنْ ; تَوَقَّفَ عَنْ ; تَوَلَّى ; خَذَلَ ; ذَهَبَ ; فارَقَ ; فَتِئَ ; هَجَرَ ; وَقَفَ ; يَذَر

الصفة

خالِصٌ ( مِنْ )

quits         
صِفَة : متخالصان . متعادلان

Ορισμός

quits
¦ adjective on equal terms because a debt or score has been settled.
Phrases
call it quits
1. agree that terms are now equal.
2. decide to abandon an activity.
Origin
C15 (in the sense 'freed from a liability or debt'): perh. a colloq. abbrev. of med. L. quittus, from L. quietus, used as a receipt (see quietus).

Βικιπαίδεια

Quit

Quit or quitter may refer to:

  • Resignation or quit, the formal act of giving up one's duties