déterminable - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

déterminable - translation to

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Indeterminable; Determinability; Determinables; Determinable (disambiguation)

fermement décidé      
determined
déterminé      
determined, resolute, resolved, purposive, specific, definite, certain, fixed, given, set, decided, bound, dogged, purposeful, determinate, stalwart
autodétermination         
n. self determination

Ορισμός

determinable
adj. defining something which may be terminated upon the occurrence of a particular event, used primarily to describe an interest in real property, such as a fee simple determinable, in which property is deeded to another, but may revert to the giver or go to a third person if, as examples, the receiver (grantee) marries, divorces or no longer lives in the house.

Βικιπαίδεια

Determinable

Determinable may refer to:

  • Fee simple, an estate in land, a form of freehold ownership
  • Property (philosophy), an attribute of an object
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για déterminable
1. Dans ce contexte, le projet de directive d‘implémentation de la directive sur les marchés financiers peut servir de point de comparaison: la Commission européenne propose ainsi d‘exiger que les intermédiaires financiers dévoilent l‘existence, la nature et le montant des prestations ou, lorsqu‘un montant n‘est pas aisément déterminable, le moyen de calculer ce montant.