faire courir - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire courir - translation to Αγγλικά

OBLIGATORY FEATURE IN A GENRE
Scenes á faire; Scenes a faire; Scenes a faire doctrine; Scènes à faire doctrine; Scene à faire; Scene a faire; Scenes à faire

faire courir      
race, run, rumour, spread
faire courir le bruit      
spread a rumor, spread gossip, promote a rumor
faire courir un potin      
spread a piece of gossip

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

Scènes à faire

A scène à faire (French for "scene to be made" or "scene that must be done"; plural: scènes à faire) is a scene in a book or film which is almost obligatory for a book or film in that genre. In the U.S. it also refers to a principle in copyright law in which certain elements of a creative work are held to be not protected when they are mandated by or customary to the genre.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για faire courir
1. Les Bordjiens peinaient ŕ faire courir le ballon.
2. Derni';re trouvaille, faire courir le bruit ou le laisser courir que M.
3. A moins de posséder l‘art consommé de faire courir la balle plus vite que les hommes...
4. Tous avaient tenté de le faire courir mais lui, pas sot, n‘avait pas marché. Depuis, plus rien.
5. Des adjoints de léducation lont roué de coups jusquŕ lui faire courir le risque de perdre un de ses testicules.