faire précéder - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire précéder - translation to Αγγλικά

OBLIGATORY FEATURE IN A GENRE
Scenes á faire; Scenes a faire; Scenes a faire doctrine; Scènes à faire doctrine; Scene à faire; Scene a faire; Scenes à faire

faire précéder      
preface

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

Scènes à faire

A scène à faire (French for "scene to be made" or "scene that must be done"; plural: scènes à faire) is a scene in a book or film which is almost obligatory for a book or film in that genre. In the U.S. it also refers to a principle in copyright law in which certain elements of a creative work are held to be not protected when they are mandated by or customary to the genre.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για faire précéder
1. Cette solution avait cependant été critiquée par la Cour européenne des droits de l‘homme, qui l‘avait jugée discriminatoire dans la mesure oů le mari n‘avait pas la possibilité de faire précéder son nom de celui de son épouse.
2. En 1''4, la libérale vaudoise Suzette Sandoz déposait une initiative parlementaire pour faire adapter le Code civil ŕ un jugement de Strasbourg rendu la męme année et qui condamnait l‘impossibilité en droit suisse, pour le mari autorisé ŕ porter le nom de sa femme comme nom de famille, de le faire précéder de son ancien nom.