grimace - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

grimace - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Grimace (disambiguation)

grimace         
n. grimace, mow, grin, wince
grimacer      
grimace, wince, pucker, grin, pull a face
faire la grimace      
grimace, scowl, sniff

Ορισμός

grimace
(grimaces, grimacing, grimaced)
If you grimace, you twist your face in an ugly way because you are annoyed, disgusted, or in pain. (WRITTEN)
She started to sit up, grimaced, and sank back weakly against the pillow...
She grimaced at Cerezzi, then turned to Brenda.
VERB: V, V at n
Grimace is also a noun.
He took another drink of his coffee. 'Awful,' he said with a grimace.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Grimace

Grimace may refer to:

  • A type of facial expression usually of disgust, disapproval, or pain
  • Grimace (composer), a French composer active in the mid-to-late 14th century
  • Grimace (character), a McDonaldland marketing character developed to promote the restaurant's milkshakes
  • Grimace scale, a method of assessing the occurrence or severity of pain
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για grimace
1. Bref: soupe ŕ la grimace en vue pour les assurés.
2. Une autre solution, si le cadeau arrache une grimace ou
3. Dehors, la pluie redouble d‘intensité, la ministre fait la grimace.
4. Ike Turner raclait jusqu‘ŕ la grimace sa fureur de répudié. Il était grisant.
5. En Suisse romande, par contre, ce fut la soupe ŕ la grimace.