guerre de tranchées - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

guerre de tranchées - translation to Αγγλικά


guerre de tranchées         
n. trench warfare

Ορισμός

de-
1.
De- is added to a verb in order to change the meaning of the verb to its opposite.
...becoming desensitized to the harmful consequences of violence.
...how to decontaminate industrial waste sites.
PREFIX
2.
De- is added to a noun in order to make it a verb referring to the removal of the thing described by the noun.
I've defrosted the freezer...
The fires are likely to permanently deforest the land.
PREFIX

Βικιπαίδεια

Guerre de tranchées
La guerre de tranchées est une forme de guerre où les combattants s'abritent dans des lignes fortifiées, largement constituées de tranchées, dans lesquelles les soldats sont relativement protégés des armes légères et de l'artillerie. C'est devenu une expression familière pour désigner la guerre de positions, une paralysie du conflit et l'épuisement progressif des forces opposées.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για guerre de tranchées
1. Cette guerre de tranchées, raconte Florence Hartmann, a deux origines.
2. Et leur volonté d‘éviter de s‘engager dans une guerre de tranchées.
3. Symptomatique du «Sonderfall» cantonal, la question a viré ŕ la guerre de tranchées au bout du Léman.
4. Dans cette guerre de tranchées oů les avancées sont aussi lentes qu‘ŕ Verdun, il existe pourtant une issue.
5. Le rapport déclenche ainsi une nouvelle guerre de tranchées entre deux milieux qui avaient pourtant commencé ŕ s‘apprivoiser.