idiot - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

idiot - translation to Αγγλικά

PERSON OF LOW INTELLIGENCE
Idiots; Idiotes; Dimwit; Idiotic; Idiocity; Idoit; Idiocy; Dunderhead; Dunderheads; Dunderheaded; Dunder head; Dunder heads; Dunder headed; Idiocies; Dolt; Ninny; Idiot (usage); Idiot (Athenian democracy); Idiot/Idiocy (Athenian Democracy); Dullard; Addlehead; Addle-head; Stupidhead; Idiot (person); Idiotism; Idioticness; Dipwad
  • ''The Idiot'' by [[Evert Larock]] (1892)

idiot         
idiotic, stupid, imbecile; half-witted, silly, mindless, daft; fatuous, footless; lunatic, nonsensical, pointless
idiote      
n. bird brained
idiotement      
idiotically, stupidly

Ορισμός

idiot
n.
Fool, natural, natural fool, congenital imbecile, imbecile.

Βικιπαίδεια

Idiot

An idiot, in modern use, is a stupid or foolish person.

'Idiot' was formerly a technical term in legal and psychiatric contexts for some kinds of profound intellectual disability where the mental age is two years or less, and the person cannot guard themself against common physical dangers. The term was gradually replaced by 'profound mental retardation', which has since been replaced by other terms. Along with terms like moron, imbecile, retard and cretin, its use to describe people with mental disabilities is considered archaic and offensive. Moral idiocy refers to a moral disability.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για idiot
1. J‘en avais marre qu‘on parle aussi mal de moi et de toutes ces blagues oů j‘avais l‘air d‘un idiot.» Idiot, lui?
2. Je ne l‘ai jamais aimé. Autrefois, j‘avais l‘air idiot.
3. C‘est idiot, qu‘on réfléchisse ŕ une réforme globale.
4. Lui est idiot et spirituel, grivois et philosophe, couard et subversif.
5. Frist, qui avait des ambitions présidentielles, ressemble apr';s ça ŕ un idiot politique.