judaïsme - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

judaïsme - translation to γαλλικά


judaïsme         
n. Judaism, monotheistic religion of the Jewish people; adherence to Jewish rites and customs; cultural and religious practices of the Jewish people
conversion au judaïsme         
n. conversion to Judaism
se convertir au judaïsme      
convert to Judaism

Βικιπαίδεια

Judaïsme
Le judaïsme (du grec ancien , en yiddishkeit, ladino : ג’ודאיסמו Djudaismo, , yahadout) est variablement défini comme de l'univers qu'il gouverne par sa providence}}, ou comme ., ou comme .
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για judaïsme
1. Mais, de retour dans son pays natal, il a aussi tenu à rencontrer la communauté juive de Cologne et les représentants du judaïsme allemand.
2. Il ne subsiste de ce bâtiment, le lieu le plus saint du judaïsme, que le mur des Lamentations, un mur de soutènement.
3. Une partie de la formation ultra orthodoxe du Judaïsme unifié de la Tora a annoncé de son côté qu‘elle passait à l‘opposition en raison de son rejet du plan de retrait de la bande de Gaza.
4. Elle a été bâtie sur le site du deuxième Temple juif détruit par les Romains en l‘an 70, dont il ne reste que le Mur des Lamentations, le site le plus sacré du judaïsme.
5. Benoît XVI a d‘abord assisté à la récitation du kaddish (prière des morts dans le judaïsme). Il a ensuite prié quelques instants silencieusement devant le mémorial aux victimes juives du nazisme.