nationalité - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

nationalité - translation to Αγγλικά


nationalité         
n. nationality, citizenship, quality of being part of a particular nation

Βικιπαίδεια

Nationalité
La nationalité est en droit international public le pays d'appartenance véritable d'une personne physique ou morale, aux fins de détermination du droit applicable dans un litige de droit public entre deux ou plusieurs pays.Arrêt Nottebohm (Liechtenstein c.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για nationalité
1. Nul ne peut ętre arbitrairement privé de sa nationalité, ni du droit de changer de nationalité. Article 16 1.
2. " A part Qatada, dont la nationalité est connue, Charles Clarke na pas spécifié la nationalité des neuf autres personnes arrêtées.
3. Une majorité d‘entre eux ont la double nationalité, puisque seules 1081' personnes ont exclusivement la nationalité suisse.
4. Leur copine Yasmeen est de nationalité américaine.
5. Automne 1'77: Obtention de la nationalité canadienne.