novice - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

novice - translation to γαλλικά

PERSON WHO HAS ENTERED A RELIGIOUS ORDER AND IS UNDER PROBATION, BEFORE TAKING VOWS; PERSON OR CREATURE WHO IS NEW TO A FIELD OR ACTIVITY
Novices; Novice chasing
  • ࡔࡅࡀࡋࡉࡀ}} in Baghdad, Iraq in 2008
  • Buddhist novices in Wangdue Phodrang Dzong, [[Bhutan]]
  • The novice is at left, wearing a white veil. The habit of a novice often differs from that of the full professed sisters.

novice         
new, inexperienced; novice, trainee
deb         
novice, debutant
amateur      
n. amateur, novice, nonprofessional

Ορισμός

novice
n.
1) a rank novice
2) a novice at, in

Βικιπαίδεια

Novice

A novice is a person who has entered a religious order and is under probation, before taking vows. A novice can also refer to a person (or animal e.g. racehorse) who is entering a profession with no prior experience.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για novice
1. Igor Fedulov (ŕ gauche) et Gaëtan Augsburger, respectivement doyen et novice du Gen';ve–Servette.
2. En clair, le boss a financé la carri';re du novice.
3. Sa fiabilité internationale est tr';s faible. – Pour quelle raison? – C‘est un novice en politique.
4. Pierrick Destraz, écrivain novice, a quelques prestigieux prédécesseurs, bien connus des férus en psychologie des familles.
5. Au niveau des acquisitions, Hubertus von Grünberg n‘est pas un novice.