s"en prendre à qqn - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

s"en prendre à qqn - translation to Αγγλικά

RIGHT TO A LAND'S NATURAL RESOURCES
Profit-à-prendre; Profit-a-pendre; Profit a prendre; Profit-a-Prendre; Profit-a-prendre; Profit à prendre; Profit (real estate); Profit in gross

s'en prendre à qqn      
go on at someone

Ορισμός

long s
¦ noun an obsolete form of lower-case s, written or printed as ?.

Βικιπαίδεια

Profit (real property)

A profit (short for profit-à-prendre in Middle French for "advantage or benefit for the taking"), in the law of real property, is a nonpossessory interest in land similar to the better-known easement, which gives the holder the right to take natural resources such as petroleum, minerals, timber, and wild game from the land of another. Indeed, because of the necessity of allowing access to the land so that resources may be gathered, every profit contains an implied easement for the owner of the profit to enter the other party's land for the purpose of collecting the resources permitted by the profit.