interruttore - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

interruttore - translation to Αγγλικά


interruttore         
n. switch, device which opens or breaks an electric current; (Computers) device that opens or closes circuits or selects paths
master switch      
interruttore di rete, interruttore principale
main switch         
  • fuses]].
  • thumb
  • An American circuit breaker panel featuring ''interchangeable'' circuit breakers
  • Electrical panel and subpanel with cover removed from subpanel
  • An older style fuse box of the variety used in the United States
  • toggles]] indicate the rated [[ampere]]age before tripping. The top right breaker (Rated at 100 A) feeds a sub panel.
  • One type of UK distribution board.
COMPONENT OF AN ELECTRICITY SUPPLY SYSTEM
Breaker panel; Circuit breaker panel; Fuse box; Load center; Panelboard; Breaker box; Electrical service panel; Electrical panel; Electrical distribution panel; Electric service panel; Fuse Box; Main breaker; Main switch; Circuit panel; Alternating current distribution board; Breaker panels; AC distribution board; DC distribution board; Fuse panel
interruttore principale (interruttore centrale, interruttore che controlla tutti gli altri interruttori)

Βικιπαίδεια

Interruttore
Linterruttore è un'apparecchiatura elettrica di comando che serve a stabilire o interrompere la continuità elettrica e metallica in un circuito elettrico.