lachrymal$42945$ - translation to ιταλικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lachrymal$42945$ - translation to ιταλικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Lachrymal; Lacrimal (disambiguation)

lachrymal      
n. lacrimale (osso); arnese per la raccolta delle lacrime dei familiari del morto presso gli antichi romani
lachrymal gland         
  • Depicts nerve branches that are involved in the autonomic innervation of the lacrimal gland. The terminal parts of the pathway are variable between individuals and differ for the other glands of the deep face.
PAIRED, ALMOND-SHAPED EXOCRINE GLAND, ONE FOR EACH EYE, THAT SECRETES THE AQUEOUS LAYER OF THE TEAR FILM
Lacrimal Gland; Lacrimal glands; Lachrymal gland; Infra-orbital lachrymal gland; Lachrymal glands; Lacrimal gland cell; Tear gland
ghiandola lacrimale
lachrymal bone         
SMALLEST AND MOST FRAGILE BONE OF THE HUMAN SKULL AND FACE
Lachrymal Bone; Lacrimals; Os lacrimale; Lacrimal bones
n. osso lacrimale

Ορισμός

lachrymal
['lakr?m(?)l]
(also lacrimal or lacrymal)
¦ adjective
1. formal or literary connected with weeping or tears.
2. (lacrimal) Physiology & Anatomy concerned with the secretion of tears.
¦ noun (lacrimal or lacrimal bone) Anatomy a small bone forming part of the eye socket.
Origin
ME: from med. L. lachrymalis, from L. lacrima 'tear'.

Βικιπαίδεια

Lacrimal

The term Lacrimal or lachrymal, may refer to: