butcher$10378$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

butcher$10378$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Steven Butcher; Steve Butcher; Stephen Butcher (disambiguation); Butcher, Stephen

butcher      
v. slagen; slachten, ombrengen
butcher shop         
  • A butcher performing his trade in a traditional manner from ''A butcher's, [[Tacuinum sanitatis]] casanatensis'' (14th century)
  • Rue du Bac]], [[Paris]].
  • A butcher's display in [[Morocco]].
  • Leg changing system in a slaughterhouse
  • Primary butchery in a [[meat packing]] plant, 1873
  • A butcher at work in [[Aleppo]], Syria, 2008
CRAFTSMAN RESPONSIBLE FOR THE PREPARATION AND SALE OF MEAT
Butchers; The Butcher; The butcher; Butchering; Butchered; Butchery; Boucherie; Butcher shop; Butcher shops; Secondary butchering; Secondary butchery; Butcher's shop; Butcher's shops; Butchers shop; Butchers shops; Butchers' shop; Butchers' shops
slagerij (winkel voor het verkopen van vlees)
butcher knife         
KNIFE DESIGNED AND USED PRIMARILY FOR THE BUTCHERING OR DRESSING OF ANIMAL CARCASES
Butcher's knife; Butcher Knives; Butcher knives
slagermes

Ορισμός

butchery
1.
You can refer to the cruel killing of a lot of people as butchery when you want to express your horror and disgust at this.
In her view, war is simply a legalised form of butchery.
N-UNCOUNT [disapproval]
2.
Butchery is the work of cutting up meat and preparing it for sale.
...a carcass hung up for butchery.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Stephen Butcher

Stephen Butcher may refer to:

  • Stephen Butcher (Royal Marine) (1904–2005), English serviceman; one of UK's last 11 veterans of World War I
  • Stephen Butcher (director) (born 1946), English television director of Eastenders
  • Stephen Butcher (Sudbury) (born 1953), Canadian politician
  • Stephen Butcher (footballer) (born 1994), English footballer