freeclimbing$505991$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

freeclimbing$505991$ - translation to ολλανδικά

ROCK CLIMBING THAT DOES NOT USE EQUIPMENT TO ASSIST PROGRESS
Free climbs; Freeclimbing; Free climb; Free-climbed

freeclimbing      
n. het vrij klimmen, het klimmen van de bergen zonder gebruik te maken van klimhulpmiddelen

Ορισμός

free climbing
¦ noun rock climbing without the use of devices such as pegs placed in the rock, but occasionally using ropes and belays. Compare with aid climbing.
Derivatives
free climb noun & verb

Βικιπαίδεια

Free climbing

Free climbing is a form of rock climbing in which the climber can only use climbing equipment for climbing protection, but not as an aid to help in their progression in ascending the route. Free climbing therefore cannot use any of the tools that are used in aid climbing to help overcome the obstacles encountered while ascending a route. The development of free climbing was an important moment in the history of rock climbing, including the concept and definition of what determined a first free ascent (or FFA) of a route by a climber.