fretted$30045$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fretted$30045$ - translation to ολλανδικά

MUSICAL INSTRUMENT PART
Frets; Fretted instruments; Fret buzz; Fretted instrument; Fret Buzz; Fret (guitar); Fret (music); Guitar fret; Fretbar
  • microtonal]] frets between semitones.

fretted      
adj. versiert met snijwerk; afgeknaagd; opgevreten

Ορισμός

fret
v.
1) (D; intr.) to fret about, over
2) (misc.) to fret and fume

Βικιπαίδεια

Fret

A fret is any of the thin strips of material, usually metal wire, inserted laterally at specific positions along the neck or fretboard of a stringed instrument. Frets usually extend across the full width of the neck. On some historical instruments and non-European instruments, frets are made of pieces of string tied around the neck.

Frets divide the neck into fixed segments at intervals related to a musical framework. On instruments such as guitars, each fret represents one semitone in the standard western system, in which one octave is divided into twelve semitones. Fret is often used as a verb, meaning simply "to press down the string behind a fret". Fretting often refers to the frets and/or their system of placement.