maceration$46010$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

maceration$46010$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Macerate; Maceration (disambiguation)

maceration      
n. weken; uitmergeling; uitteren

Ορισμός

Macerate
·vt To make lean; to cause to waste away.
II. Macerate ·vt To subdue the appetites of by poor and scanty diet; to Mortify.
III. Macerate ·vt To soften by steeping in a liquid, with or without heat; to wear away or separate the parts of by steeping; as, to macerate animal or vegetable fiber.

Βικιπαίδεια

Maceration

Maceration may refer to:

  • Maceration (food), in food preparation
  • Maceration (wine), a step in wine-making
    • Carbonic maceration, a wine-making technique
  • Maceration (sewage), in sewage treatment
  • Maceration (bone), a method of preparing bones
  • Acid maceration, the use of an acid to extract micro-fossils from rock
  • Maceration, in chemistry, the preparation of an extract by solvent extraction
  • Maceration, in biology, the mechanical breakdown of ingested food into chyme
  • Skin maceration, in dermatology, the softening and whitening of skin that is kept constantly wet
  • Maceration, in poultry farming, a method of chick culling