made a vow - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

made a vow - translation to ολλανδικά

PURE LAND BUDDHIST SCRIPTURE PASSAGE AND MYTHICAL EVENT
Primal vow; Fundamental Vow

made a vow      
beloofde plechtig
made to measure         
CUSTOM CLOTHING CUT AND SEWN USING A STANDARD-SIZED BASE PATTERN
Made-to-Measure; Made to measure
op maat gemaakt
self-made man         
  • 1785}}. Oil by Duplessis
  • agency=JSTOR Daily}}</ref>
  • Frederick Douglass, photographed between 1850 and 1860.
SONU ANSARI
A Self-Made Man; Self-Made Man; Self-made woman; Self-made person
iem. die zichzelf opgebouwd heeft

Ορισμός

made to measure
¦ adjective specially made to fit a particular person or thing.

Βικιπαίδεια

Primal Vow

In Chinese and Japanese Pure Land Buddhism, the Primal Vow or Fundamental Vow (本願, hongan) is the 18th vow that is part of a series of 48 vows that Amitābha made in the Infinite Life Sutra. The Temple of the Primal Vow, Hongan-ji, is located in Kyoto, Japan.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για made a vow
1. "We‘ve made a vow not to buy new cars," Ndlovu said.
2. It made a vow in the name of clean politics, and implemented dirty politics.
3. "We’ve made a vow to each other that we would take time for ourselves.
4. Clooney said after shooting Syriana: "I made a vow to keep in shape.
5. I once made a vow never to write about the Middle East.