rabbinic$66325$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rabbinic$66325$ - translation to ολλανδικά

Ezra in Rabbinic Literature

rabbinic      
adj. rabbijnse
rabbinical court         
  • Beth Din of Benghazi, 1930
  • Kosher meal]] approved by the Beth din of [[Johannesburg]]
RABBINIC COURT
Beth Din; Beit din; Bet Din; Beit Din; Bet din; Rabbinical court; Beis din; Beis Din; Jewish court; Rabbinical court of Jerusalem; Jewish Court; Jewish courts; Dayyin; Rabbinical Court; Battei din; Dayan (rabbinic judge); Bais din; Bais Din; Rabbinic court
rabbinaal gerechtshof (rijksinstituut dat bevoegd is om uitspraak te doen over zaken die met de "Halacha" (godsdienstige wetsbepaling) te maken hebben)
Rabbinical ordination         
ORDINATION OF A RABBI OR CANTOR
Rabbinic ordination; Semichah; Semikha; Rabbinical ordination; Yoreh Yoreh; Yadin Yadin; Smicha; Smichah; Ordained Rabbi; Semicha
Rabbijn wijding,verordening (toestemming om Rabbijn te zijn)

Ορισμός

Rabbinic
·adj ·Alt. of Rabbinical.
II. Rabbinic ·noun The language or dialect of the rabbins; the later Hebrew.

Βικιπαίδεια

Ezra in rabbinic literature

Allusions in rabbinic literature to the Biblical character of Ezra, the leader and lawgiver who brought some of the Judean exiles back from Babylonian captivity, contain various expansions, elaborations and inferences beyond what is presented in the text of the Bible itself.