radiochemist$66460$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

radiochemist$66460$ - translation to ολλανδικά

CHEMISTRY OF RADIOACTIVE MATERIALS
Radio chemistry; Radiochemist
  • Glovebox

radiochemist      
n. Radioscheikundige (scheikundige die zich bezig houdt met chemische behandelingen van radioaktieve stoffen)

Ορισμός

radiochemistry
¦ noun the branch of chemistry concerned with radioactive substances.
Derivatives
radiochemical adjective
radiochemist noun

Βικιπαίδεια

Radiochemistry

Radiochemistry is the chemistry of radioactive materials, where radioactive isotopes of elements are used to study the properties and chemical reactions of non-radioactive isotopes (often within radiochemistry the absence of radioactivity leads to a substance being described as being inactive as the isotopes are stable). Much of radiochemistry deals with the use of radioactivity to study ordinary chemical reactions. This is very different from radiation chemistry where the radiation levels are kept too low to influence the chemistry.

Radiochemistry includes the study of both natural and man-made radioisotopes.