достоверный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

достоверный - translation to Αγγλικά


достоверный      

• Our determinations of the star's mass have made possible some plausible guesses about its nature.

достоверный      
adj.
authentic, reliable, certain; достоверное событие, certain event
достоверно      

• By these procedures, the elastic response of the material is reliably established for several decades of frequencies.


• The origin of these systems is not yet known with assurance (or certainty).

Ορισμός

достоверный
ДОСТОВ'ЕРНЫЙ, достоверная, достоверное; достоверен, достоверна, достоверно (·книж. ). Подлинный, несомненный, не вызывающий сомнений. Достоверные сообщения. Сообщают из достоверных источников. Достоверно (нареч.) знать что-нибудь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για достоверный
1. Трудолюбие начальника Генштаба - факт вполне достоверный.
2. Кажется, это максимально достоверный образ города.
3. Это - факт малоизвестный, но абсолютно достоверный.
4. Сценарий отдыха составляется достоверный и убедительный.
5. Дорогой и отнимающий время, но самый достоверный.
Μετάφραση του &#39достоверный&#39 σε Αγγλικά