замыкать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

замыкать - translation to Αγγλικά


замыкать      
замкнуть
v.
close
to bring up /to close/ the rear      
замыкать шествие; [воен.] замыкать колонну
to bring up the rear, to follow in the rear      
замыкать шествие

Ορισμός

замыкать
несов. перех.
1) Соединять концы, края чего-л.; смыкать.
2) Охватывать со всех сторон; окаймлять, ограничивать.
3) Идти в конце шествия, группы, войскового соединения и т.п.
4) разг.-сниж. Закрывать на замок, на ключ; запирать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για замыкать
1. Просто это моя обязанность - замыкать дальнюю штангу.
2. Глубочайшая ошибка замыкать человека в границах повседневности.
3. Щупленькому Валерию стало привычным замыкать рослую шеренгу.
4. Для амбициозного Веселина Топалова не пристало замыкать турнирную таблицу.
5. Ей выпало трудное испытание - замыкать киногод, не дублируя другие премии.
Μετάφραση του &#39замыкать&#39 σε Αγγλικά