лексикографический - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

лексикографический - translation to Αγγλικά


лексикографический      
adj.
lexicographic, dictionary
lexicographic         
STUDY OF THE SUM COLLECTION OF ALL WORDS IN A LANGUAGE
Lexicographer; Lexicographical; Lexicographic; Lexography; Metalexicography; Lexographer; Bilingual lexicography; Dictionary criticism; Dictionary history; Dictionary typology; Dictionary structure; Practical lexicography; Theoretical lexicography

[leksikə'græfik-{leksikə'græfik}(ə)l]

общая лексика

лексикографический

словарный

Смотрите также

lexicographic extension; lexicographic matching; lexicographic order; lexicographic ordering; lexicographic product; lexicographic scheme; lexicographic semiordering; lexicographic space; lexicographic union; lexicographic value

прилагательное

лингвистика

лексикографический

lexicographic semiordering      

математика

лексикографическое полуупорядочение

Ορισμός

лексикографический
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: лексикография, связанный с ним.
2) Свойственный лексикографии, характерный для нее.
Μετάφραση του &#39лексикографический&#39 σε Αγγλικά