наводящий - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

наводящий - translation to Αγγλικά


наводящий      
adj.
directing, leading; наводящее рассуждение, heuristic consideration; наводящие соображения, heuristic arguments
heuristic consideration      

общая лексика

наводящее рассуждение

slow-motion screw      

общая лексика

винт наводящий

Ορισμός

наводящий
1. м.
Военнослужащий, который наводит самолеты на цель.
2. прил.
Такой, который наводит, наталкивает на нужную мысль, помогает понять что-л., найти решение.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наводящий
1. Задайте ему невзначай какой- нибудь наводящий вопрос.
2. Какой наводящий вопрос поможет вам разобраться в этом?
3. И тут, как свидетельствовали многочисленные очевидцы, раздался наводящий ужас шум.
4. У пограничника есть антипод, наводящий на студентов порчу.
5. H11 Задам вам наводящий вопрос: как печень, не беспокоит?
Μετάφραση του &#39наводящий&#39 σε Αγγλικά