новаторский - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

новаторский - translation to Αγγλικά


новаторский      

• Telecommunication technology can play an important role in the development of innovative systems for delivering medical care.


• An innovative (or A novel) method of filling the storage ring ...


• A novel attempt at the description of such systems ...


• A pioneering experiment has recently been carried out by ...

innovatory      

['inəveit(ə)ri]

прилагательное

общая лексика

новаторский

рационализаторский

innovative         
  • right
  • Original model of three phases of the process of Technological Change
APPLICATION OF BETTER SOLUTIONS THAT MEET NEW REQUIREMENTS, INARTICULATED NEEDS, OR EXISTING MARKET NEEDS
Innovations; Innovator; Incremental innovation; Innovative; Innovate; Economics of innovation; Innovation behavior; Innovation process; Innovitation; Economics of Innovation; Economics of innovation and technological change; Economists of innovation; Innovators; Technological advancement; Scientific innovation; Pioneer (innovator); Foundational innovation; Trendsetting; United States innovation capacity

['inəveitiv]

прилагательное

общая лексика

новаторский

рационализаторский

передовой

новаторский, рационализаторский, передовой

Ορισμός

новаторский
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: новаторство, новатор, связанный с ними.
2) Свойственный новаторству, характерный для него.
3) Принадлежащий новатору.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για новаторский
1. Тип мышления - волевой, новаторский, политический.
2. Обучающий принцип университета -- новаторский, западный.
3. Общий новаторский дух дает поразительные результаты.
4. Новаторский такой подход у прибалтийских историков.
5. Композитор ставил узкопрофессиональную цель - провести новаторский эксперимент.
Μετάφραση του &#39новаторский&#39 σε Αγγλικά