нормировать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

нормировать - translation to Αγγλικά


нормировать      
v.
norm, normalize, standardize
standardize         
  • The ''z'' score for Student B was 0.6, meaning Student B was 0.6 standard deviation above the mean. Thus, Student B performed in the 72.57 percentile on the SAT.
  • The ''z'' score for Student A was 1, meaning Student A was 1 standard deviation above the mean. Thus, Student A performed in the 84.13 percentile on the SAT.
HOW MANY STANDARD DEVIATIONS APART FROM THE MEAN AN OBSERVED DATUM IS
Standardized (statistics); Z-score; Z score; Z scores; Standardized score; Standardized variable; Standardised scores; Standardizing; Standardize; Z statistic; Z-Score; T-score; T score; Zscore; Z‐score; Sigma score; Z-scores; Standardization (statistics); Statistical standardization
стандартизировать, нормировать
normalize to      

математика

нормировать к виду

Ορισμός

нормировать
несов. и сов. перех.
Устанавливать законные пределы чего-л., вводить в норму.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για нормировать
1. На автозаправочных станциях стали нормировать продажу горючего.
2. Но это тоже условная цифра, потому что нормировать это сложно.
3. Особенно с проживанием, когда нормировать нагрузку почти невозможно.
4. Нам нужно нормировать не только самое холодное время, но и самое жаркое.
5. Очень хорошо в эти дни пропалывать и прореживать грядки, нормировать завязи, закладывать новый компост.
Μετάφραση του &#39нормировать&#39 σε Αγγλικά