оглядываться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

оглядываться - translation to Αγγλικά


оглядываться      
оглянуться
v.
look back; оглядываясь назад, in retrospect
don't look behind      
не оглядывайся
to look back through the vistas of the past      
оглядываться на далекое прошлое

Ορισμός

оглядываться
1. несов.
1) Смотреть вокруг себя; осматриваться.
2) перен. Привыкать, приспосабливаться к каким-л. новым условиям.
2. несов.
1) а) Оборачиваясь, смотреть назад.
б) перен. Окидывать мысленным взором, воспроизводить в памяти.
2) перен. Поступать осторожно, опасливо, с оглядкой на кого-л., что-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για оглядываться
1. Владимиру Александровичу приятно оглядываться назад.
2. Не нужно оглядываться на общепринятые представления.
3. Самое ужасное - оглядываться назад, сожалеть, сострадать себе.
4. И не надо оглядываться на международное сообщество.
5. Есть у возраста зрелости отрадная привилегия оглядываться.
Μετάφραση του &#39оглядываться&#39 σε Αγγλικά