ограничен - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ограничен - translation to Αγγλικά


ограничен      

• The Sinai Peninsula is bounded (or bordered) by two fault trenches.


• The coordinates of the molecules' position are bounded by the finite size of the container.


• The disturbance is confined to a closed surface.

ограниченный      

I


• In its own circumscribed domain ...


• In the confined space of ...


• These units have a restricted (or limited) speed of response.


• The need to obtain increased output from a restricted labour force ...


• Such converters have limited applications.


II


• The area enclosed by the curve line and the straight line ...


• We assume a region R bounded by the axis t = 0, the line t = t[sub]()[/sub], and a characteristic issuing out of the origin.


• A crystal is an organized solid bounded by crystal faces.


• These rocks are characterized by successive layers or beds of material limited above and below by planes called bedding planes.

ограниченный      
adj.
bounded, limited, restricted; ограниченный сверху, bounded above; ограниченный снизу, bounded below; ограниченный по упорядоченности, order-bounded; ограниченная абелева группа, Abelian group of finite period
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ограничен
1. Сегмент крупнейших компаний достаточно ограничен.
2. Семейный бюджет среднестатистического россиянина ограничен.
3. Главное, что я знаю о театре, — то, как он ограничен, естественно и прекрасно ограничен.
4. Торопитесь, предупреждает реклама, выпуск ограничен.
5. Доступ в глубь лесного массива остается ограничен.
Μετάφραση του &#39ограничен&#39 σε Αγγλικά