останавливаться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

останавливаться - translation to Αγγλικά


останавливаться      
остановиться
v.
stop, come to a stop, pause, dwell on, go into, concentrate on; остановимся на, we turn our attention to
останавливаться      

см. тж. прекращаться


• The planet would come to a halt (or to a stop), and then start falling toward the Sun.


• The gas is accelerated through a nozzle and is there brought to a standstill at the head of a pilot tube.


• The process will eventually come to a halt.


• This valve absolutely shuts off steam every time the engine comes to rest.


• The motor will be shut down (or will stop) automatically.


• The depth at which projectile ions come (or are brought) to rest within the solid target can be predicted only within ...

come to a stop      
останавливаться

Ορισμός

останавливаться
ОСТАН'АВЛИВАТЬСЯ, останавливаюсь, останавливаешься, ·несовер.
1. ·несовер. к остановиться
.
2. страд. к останавливать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για останавливаться
1. Власть / Деньги Генпрокуратура не хочет останавливаться на Ходорковском Генпрокуратура не собирается останавливаться на достигнутом.
2. "Сатурн", впрочем, не собирается останавливаться.
3. Чичваркин, впрочем, не собирается останавливаться.
4. Однако он решил не останавливаться на достигнутом.
5. Правда, КПРФ не собирается останавливаться на достигнутом.
Μετάφραση του &#39останавливаться&#39 σε Αγγλικά