постоянно - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

постоянно - translation to Αγγλικά


постоянно      

см. тж. всё время; всегда; ежедневно; неизменно; непрерывно; неуклонно расти


• The surface of Venus is perpetually (or constantly) hidden by clouds.


• Such devices will be routinely available.


• One problem arose repeatedly in any attempt to calculate ...


• Erosion, transportation and deposition persistently carry mineral matter from higher places on the continents to ...


• The forces are changing constantly.


• Later researchers have consistently reported that no such change could be detected.


• Special storage places should be provided in which the temperature can be held below 60°F at all times.


• The entire sensitive portion of the bulb must be immersed at all times in the medium being measured.


• What lies behind the Sun's ever changing visible features?


• The need for this product will grow steadily.

постоянная         
НЕКОТОРАЯ ВЕЛИЧИНА, НЕ ИЗМЕНЯЮЩАЯ СВОЁ ЗНАЧЕНИЕ В РАМКАХ РАССМАТРИВАЕМОГО ПРОЦЕССА
Константы
постоянная величина

[com]USAGE: [lang id=2]~ (величина)[/lang][/com]


• "S" is (a) constant here.

постоянный      

I


• A structural member of uniform cross-section ...


II


см. тж. неизменный; оставаться неизменным; поддерживать постоянное напряжение


• The pressure and temperature have been presumed to be fixed.


• The composition is fixed and the two variables are temperature and pressure.


• A steady difference of potential exists across ...


III


• This assures complete control of rods and caps at all times.


• In areas of sustained shortage of water ...

Ορισμός

постоянно
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: постоянный (1,2).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για постоянно
1. Постоянно в движении, постоянно нацелены на ворота.
2. Мы постоянно движемся, постоянно увеличиваем доходы.
3. Цены постоянно падают, издержки постоянно растут.
4. Надо быть постоянно современными, постоянно на волне.
5. Мишель постоянно торопился и постоянно не успевал.
Μετάφραση του &#39постоянно&#39 σε Αγγλικά