распадаться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

распадаться - translation to Αγγλικά


распадаться      
распасться
v.
fall (into), decompose, disintegrate, split
распадаться      

I


см. тж. разлагаться


• The five d orbitals break up into two sets.


• The gas has to dissociate into single atoms.


• A ?-meson decays (or breaks down) into several charged particles.


• These silicone fluids do not decompose into gums or tars.


• Glucose is broken down into carbon dioxide and water with the release of energy.


• The glucose-phosphate compound breaks down to pyruvic and acetic acids.


• The crystal broke into three pieces.


• The hydrogen molecules are dissociated (or degraded) to hydrogen atoms in the arc.


• The substance of that star disintegrated and spread out into space.


II


• These graphs fall into two groups.

slag disintegrates      

общая лексика

шлак распадается

Ορισμός

распадаться
РАСП'АДАТЬСЯ, распадаюсь, распадаешься, ·совер. (·прост. ). Начать падать в большом количестве. "Что у нас лошади распадались, небось плохо кованы?" Даль.
II. РАСПАД'АТЬСЯ, распадаюсь, распадаешься. ·несовер. к распасться
. "Крестьянство, самый многочисленный класс дореволюционной России, распадалось, расслаивалось." История ·ВКП(б).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για распадаться
1. Высока вероятность, что страна начнет распадаться.
2. Из-за человеческих потерь коалиция начала распадаться.
3. В 1''1 году югославское государство стало распадаться.
4. - Саша, деликатный вопрос: актерские семьи имеют печальное свойство распадаться...
5. Фактически они существовали около 30 лет, а затем начинали распадаться.
Μετάφραση του &#39распадаться&#39 σε Αγγλικά