рассекать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

рассекать - translation to Αγγλικά


рассекать      
рассечь
v.
cut, dissect
to cut open      
рассекать
plough         
  • 'A Champion ploughman', from Australia, c. 1900
  • Farmers using a plough. [[Akkadian Empire]] seal, circa 2200 BC. Louvre Museum
  • left
  • 19th century ploughs
  • Bigham Brother Tomato Tiller
  • Ploughing in Mysore, India
  • [[Water buffalo]] used for ploughing in [[Si Phan Don]], Laos
  • Chinese iron plough with curved mouldboard, 1637
  • [[Disc plough]]s in Australia, c. 1900
  • Traditional ploughing: a farmer works the land with horses and plough
  • Farmer ploughing with two horses, 1890s
  • The mouldboard plow leaves distinct furrows (trenches) across the field.
  • 234x234px
  • coulters]] at the front.
  • Ancient Egyptian ard, c. 1200 BC. (Burial chamber of [[Sennedjem]])
  • left
  • Early tractor-drawn two-furrow plough.
  • 227x227px
  • left
  • Single-sided ploughing in a ploughing match
  • A steel plough
  • left
  • Kverneland plough]].
  • A British woman ploughing on a [[World War I]] recruitment poster for the [[Women's Land Army]].
TOOL AND FARM IMPLEMENT
Plow; Ploughman; Steel plow; Cast-steel plow; Furrows; Ploughing; Ploughs; Plowing; Ploughwright; Furrow; Chisel plow; Mouldboard Plough; Moldboard Plow; Moldboard Plough; Moldboard; Mouldboard; Moldboard plow; Plows; Plowman; Plough and Ploughing; Plower; Plow agriculture; Plough man; Plow man; Mouldboard plough; Plowery; Paraplow; Para plow; Paraplough; Para plough; Plough agriculture; Moldboard plough; Mouldboard Plow; Heavy plow; Heavy plough; Turnplough; History of the plow; Planting stick; Balance plough; Rotherham plough; Mould-board plough
1) рассекать
2) бороздить (море)

Ορισμός

рассекать
несов. перех.
1) Разрубать, разделять на части, куски ударом острого орудия.
2) Сильно ранить, сделав разрез на теле.
3) перен. Поделить надвое.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για рассекать
1. Рассекать водные просторы на яхтах москвичи смогут до осени.
2. А рассекать ледовые просторы по вечерам гораздо романтичнее.
3. И как в такой ситуации прикажете рассекать общественное мнение?
4. - Не пробовали, как Овчинников на "харлее", по поселку рассекать?
5. Две древнерусские ладьи скоро будут рассекать гладь озера Неро.
Μετάφραση του &#39рассекать&#39 σε Αγγλικά