тщательный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

тщательный - translation to Αγγλικά


тщательный      
adj.
careful, thorough
тщательный      

I


см. тж. более внимательное рассмотрение; всеобъемлющий


• The compound needs elaborate (or thorough) purification.


• Much more ambitious calculations are needed to follow these final stages in detail.


• On painstaking examination, ...


• Solid mixtures require more sophisticated investigation.


• The machines are subject to rigorous testing before dispatch.


Careful maintenance is essential.


• Very close furnace control is required.


Diligent spraying must defend the seedlings.


Meticulous scientific and medical work ...


Thorough greasing of the bearings is important.


• The careful choice of the diameter is important.


II


• This assures perfect atomization of the oil and intimate mixing of the combustion air with ...

тщательно      

I


см. тж. весьма ~; детально


• They examined the source more closely with the aid of the new telescope.


• If we had worked more exhaustively (or laboriously) we would have succeeded in preparing ...


• One enzyme that has been thoroughly explored is ...


• The design of a tower frame must be worked out with care.


• Rate of fuel flow must be carefully (or closely) controlled.


II


• Pulp particles and reagents are mixed much more intimately than is possible with open type agitators.

Ορισμός

тщательный
прил.
1) а) Старательный, аккуратный, усердный.
б) Выполненный старательно, со вниманием ко всем деталям.
2) Чрезвычайно внимательный к деталям.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για тщательный
1. Необходимо провести тщательный сравнительный анализ.
2. Чтобы марихуана хорошо произрастала, нужен тщательный уход.
3. Солдаты- срочники тоже проходят тщательный отбор.
4. Служители снова начали тщательный обыск раздетых девочек.
5. Второй важный фактор - это тщательный контроль качества.
Μετάφραση του &#39тщательный&#39 σε Αγγλικά