характеризоваться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

характеризоваться - translation to Αγγλικά


характеризоваться      

• The carburettors incorporate the following advantages: ...


• The pentode offers 34 watt maximum plate dissipation and ...


• The electrolyte recording medium employed is characterized by a low internal impedance.


• The capacitor features (or exhibits, or shows) extraordinary stability.


• The period since World War II has been marked by a steady advance of ...


• The first stages are exemplified by a scarcity of known forms.

характеризоваться      
v.
be characterized
tomboy         
  • Army recruited for the American Civil War was mainly men, leaving the women behind to take care of the "left duties of men."
  • Demonstration, with Gay Liberation Front Banner, c1972
  • Feminist Suffrage Parade in New York City, 1912
  • Girl riding a [[skateboard]]
  • Tomboy is often a phase of gender presentation in childhood. It's not a true indicator of sexual orientation or future gender display.
GIRL NOT BEHAVING ACCORDING TO COMMON GENDER ROLE, STOCK CHARACTER
Tom boy; Tomboys; Ungirlishness; Tomboyish; Mascgirl
сущ.
девочка-подросток, чье поведение характеризуется как мальчишеское.

Ορισμός

характеризоваться
несов. и сов.
1) Отличаться какими-л. характерными чертами.
2) Страд. к несов. глаг.: характеризовать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για характеризоваться
1. Суббота будет характеризоваться погруженностью в работу.
2. Цивилизация эта может характеризоваться одним словом - РАЗВИТИЕ.
3. Ситуация может характеризоваться как беспредел", - говорит Крашенинников.
4. Рынок деловой литературы продолжает характеризоваться низким показателем серийности.
5. Резкие демократические изменения могут характеризоваться как самопереворот президента Путина.
Μετάφραση του &#39характеризоваться&#39 σε Αγγλικά