энергично - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

энергично - translation to Αγγλικά


энергично      

• The gold leaf responds quickly and vigorously (or energetically) to small electrostatic forces.

энергичный      
adj.
energetic
energetically         
  • energy and human life]]
  • kinetic]] and [[potential energy]].
  • Joule's apparatus for measuring the mechanical equivalent of heat. A descending weight attached to a string causes a paddle immersed in water to rotate.
  • In a typical [[lightning]] strike, 500 [[megajoule]]s of [[electric potential energy]] is converted into the same amount of energy in other forms, mostly [[light energy]], [[sound energy]] and [[thermal energy]].
  • Thomas Young]], the first person to use the term "energy" in the modern sense
  • A [[turbo generator]] transforms the energy of pressurized steam into electrical energy.
QUANTITATIVE PROPERTY OF A PHYSICAL SYSTEM, RECOGNIZABLE IN THE PERFORMANCE OF WORK AND IN THE FORM OF HEAT AND LIGHT
Energies; Energetic; Total energy; Energy (chemistry); Energy (biology); Energy (earth science); Energy (cosmology); Energy form; Energy (Earth science); Energy (physics); Energy (natural science); Energy forms; Physical energy; Forms of energy; Energy (physical); Energy physics; Energetically; Energizes; Energized (physics); Energizing; Energise; Energises; Energising; Energizer (physics); Energizers; Energisers; Form of energy; Measurement of energy; Energy transfer; Work energy

общая лексика

энергично

Ορισμός

энергично
нареч.
Соотносится по знач. с прил.: энергичный (2,3).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για энергично
1. Физические носители энергично вытесняются Интернетом.
2. Наоборот, капитализм развивается весьма энергично.
3. Оргпреступность энергично срастается с чиновничеством.
4. Личность обычно нервная, энергично- нетерпеливая.
5. "Комсомольцы энергично поддержали предвыборную кампанию в республике.
Μετάφραση του &#39энергично&#39 σε Αγγλικά