ROM - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ROM - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
RoM; ROMs; Rom (disambiguation); ROM (disambiguation)

Rom         
  • An EPROM

[rɔm]

существительное

общая лексика

ром

цыган

ROM         
  • An EPROM

общая лексика

Read-Only Memory

постоянное запоминающее устройство, ПЗУ

вид постоянного ЗУ, содержимое которого однократно записывается в микросхемы (обычно в фабричных условиях) и может только читаться

постоянное запоминающее устройство

синоним

nonerasable storage

существительное

общая лексика

постоянное запоминающее устройство

синоним

Read Only Memory

Rom         
  • An EPROM
Rom noun цыган

Ορισμός

КЛИМЕНТ РИМСКИЙ
(Clemens Romanus) (1 в.), христианский епископ в Риме (вероятно, третий после апостола Петра), отец Церкви. С его именем связывается целый ряд произведений ("Климентины" и др.), из которых несомненно ему принадлежит только "Первое послание к коринфянам".

Βικιπαίδεια

Rom

Rom, or ROM may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ROM
1. The bank received the package without the CD Rom.
2. Processing of the CD Rom was outsourced to an information technology company.
3. Kant plans to produce brochures and a CD–ROM to market the islands.
4. The community members produced a CD ROM to teach the language to the children.
5. "No one will pay the price; there will be no investigation," Rom said.
Μετάφραση του &#39Rom&#39 σε Ρωσικά