advance against security - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

advance against security - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Advance (disambiguation); Advance (schooner); Advance (ship); Advance (Australian ship)

advance against security      
ссуда под обеспечение, ломбардная ссуда
care of securities         
  • 417x417px
  • 1981 $10,000 15.875% Registered Note
TRADABLE FINANCIAL ASSET
Securities; Financial securities; Security Finance; Securities Finance; Marketable; Debt security; Investment securities; Securities trading; Care of securities; Debt securities; Foreign security; Marketable securities; Marketable security; Sub-sovereign bonds; Securities industry; Supra-national bond; Supranational bond; Wertpapier
хранение ценных бумаг
advance         
1) продвижение вперёд, подача (инструмента)
2) прогресс, успех (науки)
3) повышение, рост (цен)
4) опережение

Ορισμός

БОИНГ
(Boeing) Уильям Эдуард (1881-1956) , американский авиаконструктор и промышленник. В 1916 основал фирму "Пасифик аэро продактс" (Pacific Aero Products), сменившую название через несколько месяцев на "Боинг эрплейн" (Boeng Airplane Co.) и выпускавшую до 1927 в основном военные самолеты. Организовал почтовые авиаперевозки, в 1926 создал свою авиатранспортную компанию. Его имя носит современная фирма "Боинг".

Βικιπαίδεια

Advance

Advance commonly refers to:

  • Advance, an offensive push in sports, games, thoughts, military combat, or sexual or romantic pursuits
  • Advance payment for goods or services
  • Advance against royalties, a payment to be offset against future royalty payments

Advance may also refer to:

Μετάφραση του &#39advance against security&#39 σε Ρωσικά